Ο μαθητής έρχεται σε επαφή με τη γνώση και μάθηση, αφενός μεν, μέσα στο σχολείο, αλλά και έξω από αυτό, δηλαδή στο φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Η γνώση και ο τρόπος σκέψης, που ισχύουν έξω από το σχολείο, πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία και αλληλοτροφοδότηση με όσα διδάσκονται μέσα στο σχολείο. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει ο κόσμος του παιδιού να αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί η διδασκαλία. Οι διδακτικές καταστάσεις απαραίτητο είναι να προέρχονται από την καθημερινή πραγματικότητα του παιδιού ώστε να έχουν νόημα για αυτό. Έτσι θα γεφυρωθεί το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στο σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον.
Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της μάθησης παίζουν τα ήδη υπάρχοντα γνωστικά σχήματα. Ο άνθρωπος χτίζει τη νέα γνώση επάνω σ’αυτήν που ήδη κατέχει. Ο δάσκαλος απαιτείται να γνωρίζει τις προϋπάρχουσες γνώσεις και ικανότητες των μαθητών του, ώστε η διδασκαλία να δομηθεί με βάση αυτές. Για παράδειγμα, οι άτυπες στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι μαθητές για να λύνουν προβλήματα πρόσθεσης και αφαίρεσης (π.χ. χρήση υλικών αντικειμένων και απαρίθμηση) μπορεί να αποτελέσουν το εφαλτήριο για την εισαγωγή αυτών των πράξεων.